Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Wheelchair
01
αναπηρική καρέκλα, καρέκλα με ρόδες
a chair with wheels that is designed particularly for the use of disabled persons
Παραδείγματα
He uses a wheelchair to move around the house.
Χρησιμοποιεί μια αναπηρική καρέκλα για να κινείται στο σπίτι.
She bought a new wheelchair with an electric motor.
Αγόρασε ένα νέο αναπηρικό καροτσάκι με ηλεκτροκινητήρα.



























