Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Welfare worker
01
κοινωνικός λειτουργός, εργάτης κοινωνικής πρόνοιας
someone employed to provide social services (especially to the disadvantaged)
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
κοινωνικός λειτουργός, εργάτης κοινωνικής πρόνοιας