LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Waxen
/wˈæksən/
/wˈæksən/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "waxen"
waxen
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
made of or covered with wax
02
having the paleness of wax
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
waxed
waxbill
waxberry
wax-myrtle family
wax-chandler
waxflower
waxiness
waxing
waxlike
waxwing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App