LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Water supply
/wˈɔːtə səplˈaɪ/
/wˈɔːɾɚ səplˈaɪ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "water supply"
Water supply
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a facility that provides a source of water
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
water strider
water stoma
water starwort
water star grass
water sprite
water system
water table
water tank
water tap
water tender
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App