Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
water pollution
/wˈɔːɾɚ pəlˈuːʃən/
/wˈɔːtə pəlˈuːʃən/
Water pollution
01
ρύπανση των υδάτων, δηλητηρίαση των υδάτων
the poisoning of bodies of water caused by harmful materials
Παραδείγματα
Water pollution has severely impacted marine life in the area.
Η ρύπανση του νερού έχει επηρεάσει σοβαρά τη θαλάσσια ζωή στην περιοχή.
Factories must reduce waste discharge to prevent water pollution.
Τα εργοστάσια πρέπει να μειώσουν την εκροή αποβλήτων για να αποτρέψουν τη μόλυνση του νερού.



























