LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Blondness
/blˈɒndnəs/
/blˈɑːndnəs/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "blondness"
Blondness
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
the property of having a naturally light complexion
word family
blond
blond
Adjective
blondness
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
blonde lilian
blonde
blond
blolly
blokus
blood
blood agar
blood bank
blood berry
blood blister
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App