LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Walleye
/wˈɔːlaɪ/
/ˈwɔˌɫaɪ/
Noun (2)
Ορισμός και Σημασία του "walleye"
Walleye
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
pike-like freshwater perches
02
strabismus in which one or both eyes are directed outward
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wallet
wallboard
wallaroo
wallaby
walla walla
walleyed
walleyed pike
wallflower
walloon
walloons
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App