LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Wall painting
/wˈɔːl pˈeɪntɪŋ/
/wˈɔːl pˈeɪntɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "wall painting"
Wall painting
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a painting that is applied to a wall surface
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
wall of silence
wall of death
wall lizard
wall in
wall hanging
wall panel
wall pellitory
wall pepper
wall plate
wall plug
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App