Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Walking
01
πεζοπορία, βόλτα
the act of taking long walks, particularly in the mountains or countryside, for pleasure or exercise
Dialect
British
Παραδείγματα
He injured his leg and found walking difficult.
Τραυμάτισε το πόδι του και βρήκε το περπάτημα δύσκολο.
Walking is a simple yet effective way to stay healthy.
Το περπάτημα είναι ένας απλός αλλά αποτελεσματικός τρόπος για να παραμείνεις υγιής.
walking
01
προσβάσιμο με τα πόδια, αρκετά κοντά για περπάτημα
close enough to be walked to
Λεξικό Δέντρο
walking
walk



























