Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Waiting
01
αναμονή
the act of waiting (remaining inactive in one place while expecting something)
waiting
01
σε αναμονή, διαθέσιμος
being and remaining ready and available for use
Λεξικό Δέντρο
waiting
wait
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
αναμονή
σε αναμονή, διαθέσιμος
Λεξικό Δέντρο