LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vouchee
/vˈaʊtʃiː/
/vˈaʊtʃiː/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vouchee"
Vouchee
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
(law) a person called into court to defend a title
word family
vouchee
vouchee
Noun
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vouch for
vouch
votyak
votive
voting trust
voucher
vouchsafe
vouge
voussoir
vouvray
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App