LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Bliny
/blˈaɪni/
/blˈaɪni/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "bliny"
Bliny
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
Russian pancake of buckwheat flour and yeast; usually served with caviar and sour cream
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
blintze
blintz
blinks
blinking chickweed
blinking
blip
bliss
bliss out
blissful
blissfully
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App