Volatile oil
volume
British pronunciation/vˈɒlɐtˌaɪl ˈɔɪl/
American pronunciation/vˈɑːlɐɾəl ˈɔɪl/

Ορισμός και Σημασία του "volatile oil"

01

an oil having the odor or flavor of the plant from which it comes; used in perfume and flavorings

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store