LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vital organ
/vˈaɪtəl ˈɔːɡən/
/vˈaɪɾəl ˈɔːɹɡən/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vital organ"
Vital organ
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a bodily organ that is essential for life
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vital force
vital capacity
vital
vitaceae
visually impaired
vital principle
vital sign
vital signs monitor
vital statistics
vitalisation
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App