LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Violet-colored
/vˈaɪələtkˈʌləd/
/vˈaɪələtkˈʌlɚd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "violet-colored"
violet-colored
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having a violet color
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
violet-blue
violet-black
violet wood sorrel
violet suksdorfia
violet family
violet-coloured
violet-flowered
violet-pink
violet-purple
violet-scented
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App