LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vetchling
/vˈɛtʃlɪŋ/
/vˈɛtʃlɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "vetchling"
Vetchling
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any of various small plants of the genus Lathyrus; climb usually by means of tendrils
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vetch
vet
vesuvius
vesuvianite
vesuvian
vetchworm
veteran
veteran soldier
veterans of foreign wars
veterinarian
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App