Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
venereal disease
/vɛnˈiəɹɪəl dɪzˈiːz/
/vɛnˈiəɹɪəl dɪzˈiːz/
Venereal disease
01
αυτοκρατορική νόσος, σεξουαλικά μεταδιδόμενη λοίμωξη
infections transmitted through sexual activity, including conditions like chlamydia, gonorrhea, syphilis, and others
Παραδείγματα
Prevention of venereal diseases involves safe sex practices, including condom use.
Η πρόληψη των σεξουαλικά μεταδιδόμενων ασθενειών περιλαμβάνει ασφαλείς σεξουαλικές πρακτικές, συμπεριλαμβανομένης της χρήσης προφυλακτικού.
Regular screenings are important for early detection and treatment of venereal diseases.
Οι τακτικοί έλεγχοι είναι σημαντικοί για την έγκαιρη ανίχνευση και τη θεραπεία των αυτοκρατορικών νοσημάτων.



























