Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Velocipede
01
βελοσιπέδο
an old type of bicycle that is moved forward by pedal
Παραδείγματα
My great-grandfather used to ride a velocipede to work.
Ο προπάππους μου πήγαινε στη δουλειά του με βελοσιπέδο.
The museum displayed a vintage velocipede from the 19th century.
Το μουσείο έδειξε ένα βιντεάζ βελοσιπέδ από τον 19ο αιώνα.
Παραδείγματα
Kids in the 1800s enjoyed riding velocipedes, those cool tricycles with big front wheels.
Τα παιδιά στη δεκαετία του 1800 απολάμβαναν να οδηγούν βελοσιπέδες, εκείνα τα κουλ τρίκυκλα με μεγάλους μπροστινούς τροχούς.
The velocipede on display had a small seat and three wheels, perfect for beginners.
Το βελοσιπέντ που εκτέθηκε είχε ένα μικρό κάθισμα και τρεις τροχούς, ιδανικό για αρχάριους.



























