Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Vegetable oil
01
φυτικό λάδι, λάδι από φυτά
a type of cooking oil derived from plant sources, such as seeds or fruits
Παραδείγματα
Vegetable oil is often used in baking for a lighter texture.
Το φυτικό λάδι χρησιμοποιείται συχνά στη ζαχαροπλαστική για πιο ελαφριά υφή.
I prefer to cook with vegetable oil rather than butter.
Προτιμώ να μαγειρεύω με φυτικό λάδι παρά με βούτυρο.



























