Vaporizable
volume
British pronunciation/vˈeɪpəɹˌaɪzəbəl/
American pronunciation/vˈeɪpɚɹˌaɪzəbəl/
vaporisable
vapourisable
vapourizable

Ορισμός και Σημασία του "vaporizable"

vaporizable
01

(used of substances) capable of being volatilized

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store