LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Vaned
/vˈeɪnd/
/vˈeɪnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "vaned"
vaned
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
(of an arrow) equipped with feathers
word family
vaned
vaned
Adjective
unvaned
Adjective
unvaned
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
vane
vandyke brown
vandyke beard
vanderbilt
vandalize
vanellus
vanessa
vanessa atalanta
vanessa virginiensis
vanguard
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App