Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
bleaching agent
/blˈiːtʃɪŋ ˈeɪdʒənt/
/blˈiːtʃɪŋ ˈeɪdʒənt/
Bleaching agent
01
παράγοντας λεύκανσης, αποχρωματικό
an agent that makes things white or colorless
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
παράγοντας λεύκανσης, αποχρωματικό