Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
urinary
01
ουρικός
relating to the organs and functions involved in producing, storing, and excreting urine
Παραδείγματα
A urinary tract infection can cause discomfort during urination.
Μια ουρολογική λοίμωξη μπορεί να προκαλέσει δυσφορία κατά τη διάρκεια της ούρησης.
Drinking plenty of water is essential for maintaining urinary health.
Η κατανάλωση πολύ νερού είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της ουροποιητικής υγείας.
02
ουρικός, σχετικός με τα ούρα
of or relating to the urinary system of the body



























