LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Uppishly
/ˈʌpɪʃli/
/ˈʌpɪʃli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "uppishly"
uppishly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a snobbish manner
word family
uppish
uppish
Adjective
uppishly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
uppish
uppermost
uppercut
uppercase
upper-normandy
uppishness
uppity
uppityness
uppsala
upraise
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App