Unsworn
volume
British pronunciation/ʌnswˈɔːn/
American pronunciation/ʌnswˈoːɹn/

Ορισμός και Σημασία του "unsworn"

01

not bound by or stated on oath

word family

sworn

sworn

Adjective

unsworn

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store