Unstoppered
volume
British pronunciation/ʌnstˈɒpəd/
American pronunciation/ʌnstˈɑːpɚd/

Ορισμός και Σημασία του "unstoppered"

unstoppered
01

(of a container) having the stopper removed

word family

stopper

stopper

Verb

stoppered

Adjective

unstoppered

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store