LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unrestrained
/ˌʌnɹɪstɹˈeɪnd/
/ˌənɹiˈstɹeɪnd/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "unrestrained"
unrestrained
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not subject to restraint
restrained
02
marked by uncontrolled excitement or emotion
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unrested
unrest
unresponsiveness
unresponsive
unrespectable
unrestrainedly
unrestraint
unrestricted
unrestrictive
unretentive
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App