Unprincipled
volume
British pronunciation/ʌnpɹˈɪnsɪpə‍ld/
American pronunciation/ənˈpɹɪnsəpəɫd/

Ορισμός και Σημασία του "unprincipled"

unprincipled
01

lacking principles or moral scruples

02

having little or no integrity

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store