Unintoxicated
volume
British pronunciation/ˌʌnɪntˈɒksɪkˌeɪtɪd/
American pronunciation/ˌʌnɪntˈɑːksᵻkˌeɪɾᵻd/

Ορισμός και Σημασία του "unintoxicated"

unintoxicated
01

not inebriated

word family

tox

tox

Noun

toxic

Adjective

intoxicate

Verb

intoxicated

Adjective

unintoxicated

Adjective
example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store