LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unintoxicated
/ˌʌnɪntˈɒksɪkˌeɪtɪd/
/ˌʌnɪntˈɑːksᵻkˌeɪɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unintoxicated"
unintoxicated
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not inebriated
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unintimidated
uninterruptedly
uninterrupted
uninterestingness
uninterestingly
unintrusive
uninucleate
uninventive
uninvited
uninvitedly
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App