LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unguiculate
/ʌnɡwˈɪkjʊlˌeɪt/
/ʌnɡwˈɪkjʊlˌeɪt/
Noun (1)
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unguiculate"
Unguiculate
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a mammal having nails or claws
unguiculate
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having or resembling claws or nails
ungulate
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unguiculata
unguent
unguarded
unguaranteed
ungual tuft
unguiculate mammal
unguiculated
unguided
unguis
ungulata
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App