LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unexpired
/ˌʌnɛkspˈaɪəd/
/ˌənɪkˈspaɪɝd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unexpired"
unexpired
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not having come to an end or been terminated by passage of time
expired
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unexpended
unexpendable
unexpectedness
unexpectedly
unexpected always happens
unexplainable
unexplained
unexploded
unexploited
unexplorative
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App