LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Undefended
/ˌʌndɪfˈɛndɪd/
/ˌʌndɪfˈɛndᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "undefended"
undefended
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not defended or capable of being defended
Παράδειγμα
The
neighboring
countries
of
Canada
and
the
United States
share
the
longest
undefended
border
in
the
world
.
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App