LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Unchained
/ʌntʃˈeɪnd/
/ʌntʃˈeɪnd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "unchained"
unchained
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
not bound by shackles and chains
word family
chain
chain
Verb
chained
Adjective
unchained
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
unchain
uncertified
uncertainty principle
uncertainty
uncertainness
unchained camera
unchallengeable
unchallenged
unchallenging
unchangeability
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App