LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Uncaring
/ʌnkˈeəɹɪŋ/
/ənˈkɛɹɪŋ/
Adjective (2)
Ορισμός και Σημασία του "uncaring"
uncaring
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
without care or thought for others
02
lacking affection or warm feeling
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
uncared-for
uncarbonated
uncapped
uncanny
uncannily
uncarpeted
uncarved
uncase
uncastrated
uncategorized
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App