Unarmored
volume
British pronunciation/ʌnˈɑːməd/
American pronunciation/ʌnˈɑːɹmɚd/
unarmoured

Ορισμός και Σημασία του "unarmored"

01

(used of persons or things military) without protective armor

02

used of animals; without protective covering

example
Παράδειγμα
download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store