LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tyrosine
/tˈaɪɹəsˌaɪn/
/tˈaɪɹəsˌaɪn/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "tyrosine"
Tyrosine
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
an amino acid found in most proteins; a precursor of several hormones
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tyrolese
tyrolean alps
tyrolean
tyrol
tyrocidine
tyrosine kinase inhibitor
tyrosinemia
tyrothricin
tyrr
tyrrhenian sea
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App