Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
two-grain spelt
/tˈuːɡɹˈeɪn spˈɛlt/
/tˈuːɡɹˈeɪn spˈɛlt/
Two-grain spelt
01
δίκοκκο σιτάρι, σκληρό κόκκινο σιτάρι
hard red wheat grown especially in Russia and Germany; in United States as stock feed
Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
δίκοκκο σιτάρι, σκληρό κόκκινο σιτάρι