Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Black cherry
01
μαύρο κεράσι, άγριο κεράσι
a blackish fruit that grows in the North America, eaten by birds or wild animals
Παραδείγματα
As I bite into a black cherry, its deep red juice stains my lips, leaving behind a sweet aftertaste.
Καθώς δαγκώνω μια μαύρη κεράσι, ο βαθύ κόκκινος χυμός της λερώνει τα χείλη μου, αφήνοντας πίσω μια γλυκιά επίγευση.
Black cherries are like nature's candy, with their intense sweetness and hint of tartness.
Οι μαύρες κερασιές είναι σαν τα γλυκά της φύσης, με την έντονη γλυκιά γεύση τους και μια πινελιά ξινίλας.
02
μαύρο κεράσι, σκούρο κεράσι
large North American wild cherry with round black sour edible fruit



























