LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Turgidly
/tˈɜːdʒɪdli/
/tˈɜːdʒɪdli/
Adverb (1)
Ορισμός και Σημασία του "turgidly"
turgidly
ΕΠΊΡΡΗΜΑ
01
in a turgid manner
word family
turgid
turgid
Adjective
turgidly
Adverb
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
turgidity
turgid
turfing daisy
turfing
turfan dialect
turgidness
turgor
turgot
turin
turing
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App