Truncated
volume
British pronunciation/tɹˈʌnke‍ɪtɪd/
American pronunciation/ˈtɹəŋˌkeɪtɪd/

Ορισμός και Σημασία του "truncated"

01

terminating abruptly by having or as if having an end or point cut off

02

cut short in duration

download-mobile-app
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Langeek Mobile Application
Κατεβάστε την Εφαρμογή
LanGeek
Κατεβάστε την Εφαρμογή
langeek application

Download Mobile App

stars

app store