LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Trumped-up
/tɹˈʌmptˈʌp/
/tɹˈʌmptˈʌp/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "trumped-up"
trumped-up
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
concocted with intent to deceive
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trump up
trump out
trump card
trump
trumeau
trumpery
trumpet
trumpet arch
trumpet interchange
trumpet section
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App