LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Truehearted
/tɹˈuːhɑːtɪd/
/tɹˈuːhɑːɹɾᵻd/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "truehearted"
truehearted
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
unwavering in devotion to friend or vow or cause
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
true-to-life
true-false
true-blue
true warbler
true vocal fold
truelove
truelove knot
trueness
truffaut
truffle
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App