LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Trousering
/tɹˈaʊsəɹɪŋ/
/tɹˈaʊsɚɹɪŋ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "trousering"
Trousering
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
any fabric used to make trousers
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trousered
trouser suit
trouser press
trouser leg
trouser cuff
trousers
trousseau
trout
trove
trowel
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App