LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Triphammer
/tɹˈɪfamə/
/tɹˈɪfæmɚ/
Noun (1)
Ορισμός και Σημασία του "triphammer"
Triphammer
ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΌ
01
a massive power hammer; raised by a cam until released to fall under gravity
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
tripe
tripartite alignment
tripalmitin
trip-up
trip wire
triphosphopyridine
triphosphopyridine nucleotide
triphosphoric acid
tripinnate
tripinnated
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App