Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
traveler's check
/tɹˈævəlɚz tʃˈɛk/
/tɹˈavələz tʃˈɛk/
Traveler's check
01
ταξιδιωτική επιταγή, επιταγή ταξιδιώτη
a preprinted, fixed-amount check used as a form of payment while traveling, often replaceable if lost or stolen
Παραδείγματα
She exchanged traveler's checks at the bank for local currency.
Έκανε ανταλλαγή ταξιδιωτικών επιταγών στην τράπεζα για τοπικό νόμισμα.
He carried traveler's checks during his trip to ensure his money was safe.
Μετέφερε ταξιδιωτικές επιταγές κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του για να διασφαλίσει ότι τα χρήματά του ήταν ασφαλή.



























