Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tracking
01
εντοπισμός, καταδίωξη
the pursuit (of a person or animal) by following tracks or marks they left behind
02
η παρακολούθηση, η τεχνική της τροχιάς
the technique in wingsuit flying where a flyer controls their forward speed and descent rate to maintain a specific flight path
Παραδείγματα
Proper tracking is essential for maintaining stability during the dive.
Η σωστή παρακολούθηση είναι απαραίτητη για τη διατήρηση της σταθερότητας κατά τη διάρκεια της κατάδυσης.
The instructor demonstrated precise tracking to his students.
Ο εκπαιδευτής επέδειξε ακριβή παρακολούθηση στους μαθητές του.
03
παρακολούθηση, ακαδημαϊκό προσανατολισμό
a teaching method where students are placed into different courses or learning paths based on their abilities, performance, or future goals
Παραδείγματα
The school uses tracking to separate academic and vocational students.
Το σχολείο χρησιμοποιεί παρακολούθηση για να διαχωρίσει τους ακαδημαϊκούς και επαγγελματικούς μαθητές.
Tracking helps tailor instruction to students' skill levels.
Η παρακολούθηση βοηθά στην προσαρμογή της διδασκαλίας στα επίπεδα δεξιοτήτων των μαθητών.
Λεξικό Δέντρο
tracking
track



























