Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
Tracked vehicle
01
οχήμα με ερπύστριες, ερπυστριοφόρο όχημα
a type of vehicle that moves on tracks or caterpillar treads, commonly used in military vehicles, tanks, and some construction equipment
Παραδείγματα
The army deployed tracked vehicles to navigate the rugged terrain.
Ο στρατός ανέπτυξε οχήματα με ρόδες για να πλοηγηθεί στον ανώμαλο έδαφος.
The tracked vehicle advanced slowly through the muddy field.
Το ερπυστριοφόρο όχημα προχώρησε αργά μέσα από το λασπωμένο χωράφι.



























