LanGeek
Dictionary
Μάθηση
Εφαρμογή για Κινητά
Επικοινωνήστε μαζί μας
Αναζήτηση
Tracked
/tɹˈækt/
/ˈtɹækt/
Adjective (1)
Ορισμός και Σημασία του "tracked"
tracked
ΕΠΊΘΕΤΟ
01
having tracks
trackless
word family
track
track
Verb
tracked
Adjective
untracked
Adjective
untracked
Adjective
Παράδειγμα
Συναφή Λέξεις
trackball
trackable
track-to-track seek time
track warrant control
track star
tracked vehicle
tracker
tracking
tracking dog
tracking shot
Κατεβάστε την εφαρμογή μας για κινητά
Κατεβάστε την Εφαρμογή
English
Français
Española
Türkçe
Italiana
русский
українська
tiếng Việt
हिन्दी
العربية
Filipino
فارسی
bahasa Indonesia
Deutsch
português
日本語
汉语
한국어
język polski
Ελληνικά
اردو
বাংলা
Nederlandse taal
svenska
čeština
Română
Magyar
Copyright © 2024 Langeek Inc. | All Rights Reserved |
Privacy Policy
Copyright © 2024 Langeek Inc.
All Rights Reserved
Privacy Policy
Κατεβάστε την Εφαρμογή
Κατεβάστε
Download Mobile App