Αναζήτηση
Επιλέξτε τη γλώσσα του λεξικού
touristy
01
τουριστικός, προσανατολισμένος προς τουρίστες
intended for, visited by, or attractive to tourists, in a way that one does not like it
Παραδείγματα
The once serene village has become quite touristy, with souvenir shops and crowded streets.
Το κάποτε γαλήνιο χωριό έχει γίνει αρκετά τουριστικό, με καταστήματα με αναμνηστικά και γεμάτους δρόμους.
They preferred exploring hidden gems rather than visiting the usual touristy spots.
Προτίμησαν να εξερευνήσουν κρυμμένους θησαυρούς παρά να επισκεφτούν τα συνηθισμένα τουριστικά σημεία.
Λεξικό Δέντρο
touristy
tourist
tour



























